ιριδόχρους

ιριδόχρους
-ουν
αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, ιριδοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντό-χρους, σιτό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • ιριδοειδής — ές ιριδόχρους*, αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, αυτός που μοιάζει με την ίριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + ειδής (< είδος), πρβλ. βελονο ειδής, χελιδονο ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”