- ιριδόχρους
- -ουναυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, ιριδοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. λεοντό-χρους, σιτό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.